- νταβραντισμένος
- η , ο1) бодрый, полный сил; 2) пылающий страстью; 3) находящийся в состоянии течки (о животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταβραντίζω — και νταβραντώ (λ. τουρκ.), νταβράντισα, νταβραντισμένος 1. έχω ή αποχτώ σφρίγος, ζωτικότητα, υγεία. 2. η μτχ., νταβραντισμένος αυτός που βρίσκεται σε οργασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταβραντίζω — και νταβραντώ 1. (για άμαξα ή υποζύγιο) τραντάζω, τινάζω, κουνώ δυνατά 2. αναρρωννύω, παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) νταβραντισμένος, η, ο i) γερός, υγιής, δυνατός ii) (για πέος) όρθιος, σηκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ … Dictionary of Greek